- ζαλισμένος
- 1) dizzy2) groggy
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
αζάλιστος — η, ο [ζαλίζω] αυτός που δεν είναι ζαλισμένος, που δεν αισθάνεται ζάλη … Dictionary of Greek
ζαβλακώνω — 1. δαμάζω, καταβάλλω 2. ζαλίζω, κάνω κάποιον διανοητικά ή σωματικά άτονο («τόν ζαβλάκωσε η αρρώστια») 3. παθ. ζαβλακώνομαι ζαλίζομαι, καταβάλλομαι από αρρώστια ή άλλη αιτία 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ζαβλακωμένος, η, ο ζαλισμένος, αποβλακωμένος.… … Dictionary of Greek
ζαβώνω — [ζαβός] 1. κάνω κάτι ζαβό, στρεβλώνω, διαστρέφω, στραβώνω 2. γίνομαι στραβός, λοξός, στρεβλός («το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία») 3. φέρνω δυσκολίες, χαλάω τα σχέδια κάποιου («μάς τά ζάβωσε ο καιρός») 3. μτφ. για πρόσ. αποβλακώνω κάποιον («τόν… … Dictionary of Greek
ζαλίζω — (Μ ζαλίζω) [ζάλη] 1. προξενώ ζάλη, σκοτοδίνη («μέ ζαλίζει το κρασί») 2. μτφ. στενοχωρώ, ενοχλώ, σκοτίζω κάποιον (μέ ζάλισε με την κουβέντα του») 3. προκαλώ νύστα, αποκοιμίζω 4. προκαλώ συγκίνηση, αναστατώνω κάποιον 5. παθ. ζαλίζομαι και ουμαι α)… … Dictionary of Greek
καραβοτσακίζομαι — 1. (για πλοία) ρίχνομαι από τα κύματα στα βράχια και θραύομαι, ναυαγώ («καραβοτσακίστηκε στον κάβο») 2. μτφ. περνώ φοβερή περιπέτεια, ή συμφορά, δυστυχώ, καταστρέφομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) καραβοτσακισμένος, η, ο (κυριολ. και μτφ.)… … Dictionary of Greek
μεσάνυχτα — τα 1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) επίρρ. κατά την ώρα τού μεσονυκτίου («μάς ήρθε μεσάνυχτα, ζαλισμένος μάλιστα») 2. το μέσο τής νύχτας, η 12η νυκτερινή ώρα, το μεσονύχτι («αρματωμένους καβαλλάρηδες που τα μεσάνυχτα περνούν», δημ. τραγούδι) 3. (κατ… … Dictionary of Greek
νερώνω — [νερό] 1. (ιδίως σχετικά με κρασί ή γάλα) νοθεύω με νερό, αναμιγνύω, αραιώνω με νερό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νερωμένος, η, ο μισομεθυσμένος, ελαφρά ζαλισμένος … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κω — Η πλούσια αρχαιολογική συλλογή ευρημάτων της Κω στεγάζεται σε ένα διώροφο κτίριο νεοαποικιακού ιταλικού ρυθμού στην πλατεία Ελευθερίας. Το μουσείο, εκτός από την έκθεση γλυπτών που λειτουργεί σήμερα, έχει στη συλλογή του πολλά ευρήματα των… … Dictionary of Greek
Σεζάν, Πωλ — (Cezanne). Γάλλος ζωγράφος (Αιξ αν Προβάνς 1839 1906), ένας από τους μεγαλύτερους εκπρόσωπους της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, που τοποθετείται μεταξύ του εμπρεσιονιστικού και των νεώτερων κινημάτων ξεκινώντας από τον κυβισμό. Για τον τελευταίο, ο Σ.… … Dictionary of Greek
ζαλίζομαι — ζαλίζομαι, ζαλίστηκα, ζαλισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζαλίζω — ζάλισα, ζαλίστηκα, ζαλισμένος 1. προκαλώ ζάλη σε κάποιον: Τον ζαλίζει το λεωφορείο. 2. ενοχλώ: Μη με ζαλίζεις με τις ερωτήσεις σου. 3. συνταράσσω: Τον ζάλισε η ομορφιά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)